σφαλ(ν)ώ

σφαλ(ν)ώ
σφαλ(ν)ώάω (αόρ. (ε)σφάλησα и (ε)σφάληξα) 1. μετ. закрывать; запирать, замыкать;

σφαλ(ν)ώ την πόρτα — закрывать, запирать дверь;

σφαλ(ν)ώ στην φυλακή — сажать в тюрьму;

§ σφαλ(ν)ώ τό λογαριασμό — закрывать счёт;

2. αμετ. закрываться; запираться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σφαλ(ν)ώ" в других словарях:

  • επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… …   Dictionary of Greek

  • σφαλίζω — 1 σφάλισα βλ. πίν. 33 2 σφάλιξα βλ. πίν. 23 Σημειώσεις: σφαλίζω : ο τύπος σφαλ(ν)ώ ( άς), που αναφέρεται από τον Τριανταφυλλίδη (1941, σελ. 351, 354), δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική. Επειδή πάντως υπάρχει ισοδύναμος τύπος σε ίζω (σφαλίζω) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατάβαλμα — κατάβαλμα, τὸ (Μ) κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβάλ τού καταβάλλω (πρβλ. υποτακτ. αορ. β κατα βάλ ω με τη σημ. «κατηγορώ») + κατάλ. μα (πρβλ. ένταλ μα, σφάλ μα)] …   Dictionary of Greek

  • κλαγερός — κλαγερός, ά, όν (Α) (για τον γερανό) αυτός που κρώζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλάγ τού κλάζω «κρώζω», πρβλ. αόρ. β ἔ κλαγ ον + κατάλ. ερός (πρβλ. τακ ερός σφαλ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • σκύλμα — τὸ, ΜΑ μσν. ενόχληση ή σύγχυση αρχ. μαδημένα μαλλιά («κόμης εἰκαῑα... σκύλματα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλω «σπαράζω, ξεσχίζω» + κατάλ. μα (πρβλ. σφάλ μα)] …   Dictionary of Greek

  • σφάλλω — ΝΜΑ (ενεργ. και μέσ.) 1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα 2. αμαρτάνω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος αρχ. 1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά 2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς …   Dictionary of Greek

  • τακερός — ή, ό / τακερός, ά, όν, ΝΑ, και τακηρός Α 1. αυτός που λειώνει εύκολα 2. αυτός που βράζει εύκολα 3. (για νερό) αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει εύκολο το βράσιμο, ιδίως τών οσπρίων αρχ. 1. μτφ. γεμάτος πάθος και πόθο («τακερὸς Ἔρως», Ανακρ.) 2 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»